χαζαμάρα
Смотреть что такое "χαζαμάρα" в других словарях:
χαζαμάρα — η, Ν βλ. χαζομάρα … Dictionary of Greek
χαζαμάρα — η βλ. χαζομάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαζομάρα — χαζομάρα, η και χαζαμάρα, η 1. η ιδιότητα του χαζού, η ελαφρομυαλιά: Αυτό το έκανε από χαζομάρα. 2. λόγος ή πράξη χαζού: Όλο χαζομάρες κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)