χαζαμάρα

χαζαμάρα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαζαμάρα" в других словарях:

  • χαζαμάρα — η, Ν βλ. χαζομάρα …   Dictionary of Greek

  • χαζαμάρα — η βλ. χαζομάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαζομάρα — χαζομάρα, η και χαζαμάρα, η 1. η ιδιότητα του χαζού, η ελαφρομυαλιά: Αυτό το έκανε από χαζομάρα. 2. λόγος ή πράξη χαζού: Όλο χαζομάρες κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»